- κατόπτης
- ο (Α κατόπτης)αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοποςαρχ.1. εξερευνητής2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.)3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.)4. στον πληθ. (στις βοιωτικές πόλεις) οἱ κατόπταιοικονομικοί έφοροι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -όπτης (< θ. ὀπ- τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι-όπτης, επ-όπτης].
Dictionary of Greek. 2013.